παρθενοκόμος

παρθενοκόμος
παρθενο-κόμος, ον,
A taking care of maidens, An.Ox.2.398 :—also [suff] παρθενο-κομία, , ibid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρθενοκόμος — ον Α αυτός που φροντίζει ή ανατρέφει παρθένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • παρθενοκομία — ἡ, Α [παρθενοκόμος] η μέριμνα ή η ανατροφή παρθένων …   Dictionary of Greek

  • παρθενοκομείον — τὸ, Α [παρθενοκόμος] μοναστήρι παρθένων, παρθενείον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”